- στρατηγώ
- στρατηγῶ, -έω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. στραταγῶ και αιολ. τ. στροταγῶ, -έω, Α [στρατηγός]είμαι στρατηγός, διοικώ στράτευμααρχ.1. (γενικά) είμαι αρχηγός στρατεύματος ή στόλου2. (ειδικά στην Αθήνα) έχω το αξίωμα τού στρατηγού3. (με αιτ. προσ.) α) υπερβαίνω, ξεπερνώ κάποιον σε στρατηγική δεινότηταβ) συνεκδ. νικώ κάποιον με τη χρήση στρατηγημάτων («μᾱλλον ἑαυτοὺς ἤ τοὺς πολεμίους στρατηγεῑν», Πολ.)γ) μτφ. υπερνικώ κάτι με τεχνάσματα («τῷ σχήματι τοῡ προσώπου στρατηγεῑν τὴν τοῡ πλήθους εὐθυμίαν», Ονήσανδρ.)4. (με διάφορες προθέσεις) είμαι στρατηγός στον πόλεμο εναντίον κάποιου5. (με απαρμφ.) ενεργώ ως στρατηγός6. (στη Ρώμη) α) είμαι ύπατοςβ) είμαι πραίτωρας7. (στην Αίγυπτο) είμαι στρατιωτικός και πολιτικός διοικητής νομού8. διεγείρω πόλεμο9. (με ουδ. ουσ. ή επιθ.) πράττω κάτι ως στρατηγός10. (με δοτ. προσ.) είμαι στρατηγός στο στράτευμα άλλου11. μτφ. διευθύνω σαν να είμαι στρατηγός («ἡ τύχη ἐστρατήγησε κάλλιον», Ξεν.)12. παθ. στρατηγοῡμαι, -έομαια) διοικούμαι από στρατηγόβ) (για πρόσ.) υπηρετώ υπό την διοίκηση στρατηγούγ) (για διοικητικές περιοχές) διοικούμαι ως επαρχία13. φρ. α) «στρατηγῶν ἀπὸ μεγάλων [ενν. τιμημάτων]» — εκλέγομαι στρατηγός λόγω τής μεγάλης μου περιουσίαςβ) «στρατηγῶ ὑπέρ τινος» — υπηρετώ ως στρατηγός εξυπηρετώντας τα συμφέροντα ή τις επιθυμίες άλλου.
Dictionary of Greek. 2013.